Θρᾷκ'

Θρᾷκ'
Θρᾷκα , Θράκιος
masc acc sg
Θρᾷκε , Θράκιος
masc nom/voc/acc dual
Θρᾷκαι , Θρᾴκη
from Thrace
fem nom/voc pl
Θρᾷκα , Θρᾷξ
masc acc sg
Θρᾷκι , Θρᾷξ
masc dat sg
Θρᾷκε , Θρᾷξ
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σιληνός — I Αρχαίος συγγραφέας από τη Xίo. Έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Μυθικαί Ιστορίαι. Στο δεύτερο βιβλίο του συγγράμματος αυτού, παραθέτει μια παράδοξη ετυμολογία του ονόματος Οδυσσεύς, το οποίο θεωρεί ότι προήλθε από τη λέξη «οδός» και το ρήμα «ύειν».… …   Dictionary of Greek

  • -ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • μπουχαλιώτικα — τα συνθηματική γλώσσα τών Αλβανών εμπειρικών γιατρών που κατάγονται από την κωμόπολη τής Β. Ηπείρου Μπούχαλη, δυτικά τής Πίνδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μπούχαλη, ονομ. κωμοπόλης τής Β. Ηπείρου + κατάλ. ιώτικα (πρβλ. θρακ ιώτικα, νησ ιώτικα)] …   Dictionary of Greek

  • ρίον — τὸ, Α 1. κορυφή όρους (α. «περὶ ῥίον Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ. β. «ῥίῳ ὑλήεντι ὑψηλῶν ὀρέων», Ομ. Οδ.) 2. ακρωτήριο (α. «Ῥίον Ἀχαϊκόν», Θουκ. β. «Νότος μέγα κῡμα ποτὶ σκαιὸν ῥίον ὠθεῑ», Ομ. Οδ.) 3. όρμος, κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Γεωγραφικός όρος αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”